- μετεκδιδωμι
- μετεκδίδωμιμετ-εκδίδωμιснова или вторично выдавать замуж
(ἐκδόσθαι καὴ μετεκδόσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐκδόσθαι καὴ μετεκδόσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετεκδίδωμι — (Α) (το μέσ.) μετεκδίδομαι μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»] … Dictionary of Greek
μετεκδόσθαι — μετεκδίδωμι betroth a second time aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)